- ἑορταστής
- ἑορτ-αστής, οῦ, ὁ,A reveller, Poll.1.34, Max.Tyr.6.8 (pl.), Procop.Aed.1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑορταστής — reveller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορταστής — ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) [εορτάζω] αυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή … Dictionary of Greek
εορταστής — ο θηλ. άστρια ο πανηγυριστής, ο πανηγυριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑορτασταί — ἑορταστής reveller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιορταστής — ο ο εορταστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορταστής, με ανάπτυξη του j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek
ἑορταστάς — ἑορταστά̱ς , ἑορταστής reveller masc acc pl ἑορταστά̱ς , ἑορταστής reveller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιορτή — η η εορτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. γιορταστής εορταστής, γιορτάζω εορτάζω)] … Dictionary of Greek
φιλεορταστής — ὁ, Α φιλέορτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἑορταστής (< ἑορτάζω)] … Dictionary of Greek